σταυρίον

σταυρίον
τὸ, Μ
βλ. σταυρί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σταυρίον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρία — σταυρίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρίου — σταυρίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρίων — σταυρίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρίῳ — σταυρίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρί — Ημιορεινός οικισμός (35 κάτ., υψόμ. 190 μ.), στην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κούνου. * * * το / σταυρίον, ΝΜ νεοελλ. η διάρθρωση τού μηριαίου και τού λαγόνιου οστού στο ισχίο μσν. 1. σταυρός… …   Dictionary of Greek

  • σταυρίδιον — τὸ, Α [σταυρίον] το σταυρίον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”